Eπικοινωνία μαζί μας.

Κυριακή 20 Μαΐου 2018

Ποιοι είναι ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη που γιορτάζουν σήμερα 21 Mαϊου 2018

Η γιορτή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι μια από τις σημαντικότερες μέσα στη χρονιά.
Γιατί όμως ένας αυτοκράτορας και η μητέρα του αγιοποιήθηκαν και γιορτάζουν;
   Ο Μέγας Κωνσταντίνος
Πρόκειται για τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα, επί των ημερών του οποίου κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκεία και προωθήθηκε η χριστιανική πίστη η οποία μέχρι τότε ήταν υπό διωγμό.

Την εποχή που ο πατέρας του Κωνστάντιος υπηρετούσε στα Ανάκτορα, ο Κωνσταντίνος βρισκόταν στην αυλή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη Νικομήδεια, κατέχοντας το αξίωμα του Χιλίαρχου.

 Όταν όμως οι δύο Αύγουστοι, Διοκλητιανός και Μαξιμιανός παραιτούνται από τα αξιώματά τους, στο αξίωμα του Αυγούστου προάγονται ο Κωνστάντιος για τη Δύση και ο Γαλέριος για την Ανατολή.
 Όταν πεθαίνει ο Κωνστάντιος (306) ο στρατός της δύσης αναγνώρισε ως Αύγουστο τον Κωνσταντίνο.

Ο Κωνσταντίνος, λοιπόν, ανακηρύχθηκε σε Αύγουστο κατόπιν της νίκης του εναντίον του Μαξεντίου.

Ο ιστορικός Ευσέβιος, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος δεν γνώριζε καλά-καλά σε ποιόν ακριβώς Θεό να προσευχηθεί για να αντιμετωπίσει τον Μαξέντιο.

 Όταν, όμως, άρχισε να αναπέμπει παρακλήσεις, μετά το μεσημέρι φάνηκε στον ουρανό ένα σημείο, ο Σταυρός  με την περίφημη επιγραφή «εν τούτῳ νίκα».
 Έτσι, έχοντας τη βεβαιότητα της θείας συμπαράστασης επιτίθεται εναντίον του Μαξεντίου, τον οποίο και κατατροπώνει.

Μετά τα γεγονότα αυτά και αφού πλέον είναι ο μόνος άρχων της Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος θα πάρει μια απόφαση που έμελλε να αλλάξει την πορεία της ανθρωπότητας: μεταφέρει την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη σε ένα ψαροχώρι του Βοσπόρου και πάνω στο παλαιό Βυζάντιο οικοδομεί την Κωνσταντινούπολη. 

Αξιοσημείωτο γεγονός, μεταξύ άλλων, είναι η υπογραφή του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313, το οποίο προέβλεπε να σταματήσουν οι διωγμοί και να αποφυλακισθούν οι πιστοί.

Το διάταγμα υπογράφηκε με την ευκαιρία του γάμου του Λικινίου με την αδελφή του Κωνσταντία.

 Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ξεκινούν και οι πρώτες έριδες στο σώμα της Εκκλησίας.

Η πρώτη βόμβα που θα ταράξει τα θεμέλιά της είναιο Άρειος ο οποίος θα υποστηρίξει τη μια και μόνη φύση του Ιησού Χριστού.
 Ο Κωνσταντίνος αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα που προκαλούσαν οι αιρέσεις στη συνοχή της Αυτοκρατορίας συγκαλεί την Α' Οικουμενική Σύνοδο στη Νίκαι της Βιθυνίας το 325, η οποία και αποφάνθηκε ότι ο Άρειος διδάσκει αιρετικές απόψεις.

Μετά το πέρας των εργασιών της Συνόδου ο ίδιος ο Κωνσταντίνος ανέλαβε την γνωστοποίηση των σχετικών αποφάσεων προς όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας.
Ο Άρειος, όμως, και οι ομόφρονές του παραπλάνησαν τον Κωνσταντίνο ασκώντας την φιλολογική και φιλοσοφική τους τέχνη έπεισαν τον Κωνσταντίνο ότι η διδασκαλία τους δεν αφίσταται από το δόγμα της Οικουμενικής Συνόδου.

Αποτέλεσμα της επέμβασης αυτής του Αρείου ήταν η σύγκληση νέας συνόδου το 327 μ.Χ., η οποία ανακάλεσε τον Άρειο από την εξορία και αποκατέστησε τους ομοφρόνους του Επισκόπους Νικομηδείας Ευσέβιο και Νικαίας Θεόγνιο. 
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε αντιδράσεις από πλευράς Ορθοδόξων, γι’αυτό, τόσο ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, όσο και ο Μέγας Αθανάσιος δεν συμβιβάστηκαν με τις αποφάσεις της Συνόδου, παρόλο που ο Αυτοκράτορας απειλούσε με καθαίρεση.

Ακολούθως, νέα Σύνοδος αιρετικών Επισκόπων, που συνήλθε στην Αντιόχεια το 330, καθαίρεσε και εξόρισε τον ο Άγιο Ευστάθιο, Επίσκοπο Αντιοχείας και στη συνέχεια, το 335, άλλη Σύνοδος, που έγινε στην Τύρο της Συρίας, επέβαλε την ποινή της καθαιρέσεως στον Μέγα Αθανάσιο, ο οποίος, ως εκ τούτου ζήτησε από τον Κωνσταντίνο να τον ακούσει, αλλά ο Αυτοκράτορας, στην αρχή, δεν αποδέχτηκε την πρόταση του Αθανασίου, παρά μόνο όταν ο μεγάλος αυτός θεολόγος είπε σε αυτόν: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ».

Μετά την ακρόαση, και αφού ο Κωνσταντίνος κάλεσε όλους αυτούς που συμμετείχαν στη Σύνοδο της Τύρου, ο Ευσέβιος Νικομηδείας παρουσιάστηκε, με άλλο επιχείρημα ενώπιον του Αυτοκράτορα, αυτή τη φορά, θέτοντας το θέμα της δήθεν παρεμπόδισης της μεταφοράς σιταριού.

Ο Αυτοκράτορας εξόρισε, τελικά, τον Μέγα Αθανάσιο στα Τρέβιρα της Γαλλίας, όμως δεν επικύρωσε την απόφαση της Συνόδου εκείνης και παράλληλα δεν προχώρησε σε αναπλήρωση της επισκοπικής έδρας της Αλεξάνδρειας.

Το ζήτημα του Αρείου έλυσε την περίοδο εκείνη η Πρόνοια του Θεού, αφού την παραμονή της πανυγηρικής αναγνώρισης του Αρείου, αυτός απέθανε με φρικτό τρόπο ενώ βρισκόταν στο αποχωρητήριο.

Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε τον θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός.
 Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυν αληθεί λόγω μακάριον οιδ’ εμαυτόν, νυν της αθανάτου ζωής πεφάναι άξιον, νυν του θείου μετειληφέναι φωτός πεπίστευκα».

 Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεώς του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα.
 Ή κοίμησή του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος.

Η Αγία Ελένη

Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισίας (Νίσσα Σερβίας).

Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα.

 Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο.

Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός,  οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν.
Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο.

Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο.

Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τον Λικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδά του. 

Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομά του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». 
Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ” όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.

Ακόμη, μεταξύ άλλων, παραχώρησε στη μητέρα του το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου έκτισε μία εκκλησία, ώστε αυτή να μπορεί να επιτελεί φιλανθρωπικό και πνευματικό έργο.
Στη συνέχεια, η Αγία Ελένη, με τη συγκατάθεση του Κωνσταντίνου, ανάλαβε η ίδια την ευθύνη της ανοικοδόμησης ναών και το κτίσιμο νέων εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων σε όλη την επικράτεια της Αυτοκρατορίας.
Ο ιστορικός Ευσέβιος αναφέρει σχετικά: «Ελένη Αυγούστα…ευσεβούς τεκμήρια διαθέσεως ίδρυσε».

Πέραν όμως της ζωής και του έργου της Αγίας Ελένης στο πλευρό του γιού της, το πιο σημαντικό γεγονός που σφράγισε την ίδια ήταν η μετάβασή της στους Αγίους Τόπους. 
Εκεί σύμφωνα με την Παράδοση, κατόπιν θεϊκού σημείου, βρήκε τον Τίμιο και Ζωοποιό Σταυρό του Κυρίου το 326 μ.Χ.
Όταν έφθασε στα Ιεροσόλυμα, λοιπόν, καθ’ υπόδειξη του Αγίου Κυριάκου, που ήταν Εβραίος και τότε λεγόταν Ιούδας, αλλά και με βάση μία παράδοση που έλεγε ότι μετά την Αποκαθήλωση ο Τίμιος Σταυρός πετάχθηκε σε λάκκο, κοντά στον Γολγοθά, άρχισε αμέσως τις σχετικές έρευνες.


Ο χρονογράφος Γεώργιος μοναχός σημειώνει το γεγονός της ευρέσεως ως εξής: «Μαθών δε ο Επίσκοπος (Μακάριος), τα της Βασιλικής ελεύσεως…πάντας παρακάλεσε ησυχία να κάμουσι και σπουδαιοτέραν ευχήν υπέρ τούτου, στον Θεό προσέφερε… Τούτου δε γενομένου, ευθύς θεόθεν εδείχθη στον Επίσκοπο ο τόπος, όπου ο ακαθάρτου δαίμονος, ο ναός και το άγαλμα της Αφροδίτης υπήρχε.

Τότε η βασίλισσα, πλήθος πολύ τεχνιτών και εργατών συγκέντρωσε και εκ βάθρων το αισχρό οικοδόμημα κατέστρεψε.
Τούτου δε γενομένου, ανεφάνη το θείον Μνήμα, ο τόπος του κρανίου και τρεις καταχωμένοι σταυροί…Αμηχανία και θλίψη κατέλαβε την Βασίλισσα, αφού κανείς δεν γνώριζε ποιός είναι ο Τίμιος Σταυρός.

 Ο δε Επίσκοπος μετά πίστεως έλυσε την απορία…Γυναίκα άρρωστη, υπό πάντων απεγνωσμένη και τα λοίσθια πνέουσα, έφεραν μεταξύ των σταυρών…Με τη σκιά του Τιμίου Σταυρού η ασθενούσα…ευθέως αναπήδησε, δοξάζουσα μετά μεγάλης φωνής τον Θεό…Η δε Βασίλισσα Ελένη, μετά χαράς μεγάλης παρέλαβε τον Σταυρό…και μέρος αυτού παρέδωσε στον Επίσκοπο της πόλεως» (Γεώργιος Μοναχός, Περί της ευρέσεως του σταυρού, 110.620-621).

Επίσης, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι στον Γολγοθά βρέθηκαν τρεις σταυροί, από τους οποίους ο ένας διαγνώστηκε ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό.
 Το Συναξάρι της εορτής της Ύψωσης του Τιμίου Σταυρού αναφέρει: «διαπορούσης δε της Βασιλίσσης (δηλ. της Αγίας Ελένης), τίς αν είη ο του Κυρίου Σταυρός, διά της εις θανούσαν γυναίκα χήραν θαυματουργίας δείκνυται· και ανέστη τη τούτου προσψαύσει· των δε λοιπών δύο σταυρών των Ληστών μηδέν εις τούτο ενδειξαμένων εις θαυματοποιΐας υπόδειγμα».

Μετά το σημείο αυτό η Αγία Ελένη αποφάσισε να οικοδομήσει επί τόπου το ναό της Αναστάσεως, ένα ακόμη ναό επάνω από το Σπήλαιο της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ και άλλους δύο, ένα στο όρος της Αναλήψεως και ένα στο ορός Θαβώρ.

Κατόπιν, η Αγία Ελένη αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, μεταφέροντας μαζί της τεμάχια του Τιμίου Ξύλου.
 Στην πορεία της πέρασε για δεύτερη ορά από την Κύπρο. 
Έτσι αποβιβάστηκε νότια του νησιού κοντά στο σημερινό Ζύγι.

Η περιοχή στην οποία αποβιβάστηκε, υπήρχε ένα ποτάμι, το οποίο τότε ονομάστηκε βασιλοπόταμο, κοντά στο οποίο εναπόθεσε τους σταυρούς – κατά την παράδοση, επειδή οι τρεις σταυροί είχαν παραμείνει μαζί για πολλά χρόνια, τους αποσύνδεσε, έσμιξε τα ξύλα τους και τους ξαναέφτιαξε.
Από το ξύλο του υποποδίου του σταυρού του Χριστού έφτιαξε, επίσης, ένα άλλο μικρό σταυρό.

Εκεί, εξαντλημένη καθώς ήταν, η ογδοντάχρονη Αγία, έγειρε για να ξεκουραστεί λίγο, ώστε να μπορέσει να συνεχίσει την πορεία της προς την Κωνσταντινούπολη. 
Σύμφωνα με την Παράδοση κατά τη διάρκεια του ύπνου της, ένας νέος με αγγελική μορφή της είπε: «Σεβαστή μου βασίλισσα, είμαι απεσταλμένος του Παναγάθου Θεού, για να σου εκφράσω το θέλημά Του.

Όπως εκεί στα Ιεροσόλυμα έκτισες ναούς, για να δοξάζεται και να υμνείται ο Θεός, έτσι κι εδώ, σε τούτο το νησί το ευλογημένο, πρέπει να πράξεις το ίδιο. 
Να κτίσεις κι εδώ ιερό ναό, τον οποίο μάλιστα να θεμελιώσεις με το Τίμιο Ξύλο, για να προσκυνείται και να δοξάζεται στους αιώνες ο Σταυρός του Κυρίου από τους κατοίκους αυτού του τόπου.
 Εδώ θα ζουν Χριστιανοί μέχρι τη συντέλεια του κόσμου».

Η Αγία όταν ξύπνησε, διέταξε αμέσως να γίνει όπως ο λαμπρός εκείνος νέος της υπέδειξε. 
Ο ένας όμως από τους μεγάλους σταυρούς είχε εξαφανιστεί και εθεάθη στην κορυφή του βουνού Όλυμπος. 
Εκεί, λοιπόν, βρέθηκε το Τίμιο Ξύλο, το οποίο προς στιγμή είχε χαθεί. 

Τότε, η Αγία Ελένη με τους συνεργάτες της έκτισαν ναό τον οποίο εγκαινίασαν με το τίμιο Ξύλο και από τότε (327) το βουνό αυτό ονομάζεται Σταυροβούνι, όπου μέχρι σήμερα υπάρχει η ομώνυμη Ιερά Μονή.

Κατόπιν η Αγία αναχώρησε για την Βασιλεύουσα, όπου ο Κωνσταντίνος υποδέχθηκε τον Τίμιο Σταυρό, τους τέσσερις Ήλους (=καρφιά) και την μητέρα του με κάθε λαμπρότητα. 
Σημειώνουμε ότι απ’αυτούς τους τέσσερις Ήλους, οι δύο τοποθετήθηκαν στο Στέμμα, το οποίο φορούσε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος.


Η Αγία Ελένη κοιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 81 περίπου ετών (328-329) ενώ σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Τιμίου Ξύλου φυλάγεται στην Ιερά Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος.

Ποια ήταν η Αγία Ελένη;


Οι μαύρες σελίδες της ιστορίας του Μ. Κωνσταντίνου που προσπάθησε να σβήσει

Η Αγία Ελένη, κατά κόσμο Φλαβία Ιουλία Ελένη, και επίσης γνωστή Ελένη Αυγούστα και Ελένη της Κωνσταντινουπόλεως, υπήρξε σύζυγος του Κωνστάντιου Α΄ του Χλωρού και μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Γεννήθηκε το 248 ή το 249 μ.Χ. στο Δρέπανο (σημερινή Γιάλοβα) της Βιθυνίας. Αργότερα, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολις (ή Ελενούπολις), για να τιμήσει τη μητέρα του.
 Τη χρονολογία γέννησης τη συμπεραίνουμε από την πληροφορία που μας δίνει ο Ευσέβιος (VC., 3.46) ότι η Ελένη πέθανε σε ηλικία 80 χρονών, σε συνδυασμό με άλλα ιστορικά στοιχεία.

Ήταν οπωσδήποτε ταπεινής καταγωγής και ο πατέρας της ήταν ξενοδόχος.
Ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων την αποκαλεί «stabularia», γυναίκα δηλαδή η οποία εργαζόταν σε πανδοχείο (χαρακτηρισμός μάλλον με αρνητική απόχρωση τη μακρινή εκείνη εποχή), ενώ ο Φιλοστόργιος την κατηγορεί ότι ήταν «κοινή γυναίκα», όχι πολύ διαφορετική από τις πόρνες.

Ο Ευτρόπιος  αναφέρει ότι γεννήθηκε «ex obscuriore matrimonio», δηλαδή είναι εντελώς άγνωστες οι μητρικές της καταβολές.
 Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να εξετάζονται με ιδιαίτερη προσοχή και σε συνάρτηση με τη στάση που κρατάει ο κάθε ιστορικός συγγραφέας έναντι του γιου της. Ίσως ο Ευσέβιος να υπερβάλει λίγο, όταν εξυμνεί την αρετή και την ευφυΐα της Ελένης, εντούτοις, η ενασχόλησή της με τη μελέτη του Ευαγγελίου και τα διδάγματα του Χριστιανισμού, από την παιδική ακόμη ηλικία, σκιαγραφούν μια νέα γυναίκα που διήγαγε αξιοπρεπή βίο χωρίς να σκανδαλίζει την κοινωνία του καιρού της.

Στο Δρέπανο και στο πανδοχείο του πατέρα της, την γνώρισε ο νεαρός τότε Ιλλυριός αξιωματικός Κωνστάντιος Χλωρός και την ερωτεύτηκε .
 Όμως και η Ελένη αγάπησε τον ευγενή στρατιωτικό και το 270 μ.Χ. παντρεύτηκαν.
 Σε αυτά τα 23 χρόνια γάμου, η Ελένη ακολούθησε το σύζυγό της στις εκστρατείες στη Γερμανία, τη Βρετανία κ.α.
Περίπου το 274, στη Ναϊσσό της Μοισίας (σημερινή Νίσσα της Σερβίας), η Ελένη γέννησε το γιο τους, το Μέγα Κωνσταντίνο.

Όταν έφτασε η στιγμή του διαζυγίου , η Ελένη απέδειξε την αγάπη της στο πρόσωπο του Κωνστάντιου, καθώς δεν τον ενόχλησε με ψεύτικα διλήμματα. Αποχώρησε ήσυχα από τη ζωή του, αφήνοντάς του ελεύθερο το δρόμο για τη λαμπρή πορεία που ανοιγόταν μπροστά του.
Η ίδια μαζί με το γιο τους Κωνσταντίνο παρέμειναν όμηροι του Διοκλητιανού και αργότερα του Γαλέριου στη Νικομήδεια, για να εξασφαλιστεί η υπακοή του Κωνστάντιου.

Ο Κωνσταντίνος μετά το θάνατο του πατέρα του ανακηρύσσεται από τους στρατιώτες στο Γιορκ της Μ. Βρετανίας Καίσαρας, οπότε και καλεί τη μητέρα του κοντά του.
Έτσι, η Ελένη βρίσκεται στην αυλή του γιου της στους Τρεβήρους και στη Ρώμη. Στη Ρώμη μετέβη πιθανόν μετά τη νίκη του Μ. Κωνσταντίνου στη Μιλβία Γέφυρα, όπου ηττήθηκε ο Μαξέντιος.



 Έζησε από κοντά όλη την πορεία του Κωνσταντίνου (Καίσαρας, Αύγουστος, Αυτοκράτορας) και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, το περίφημο όραμα του μεγάλου Κωνσταντίνου το 312 μ.Χ., πριν τη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας: το φωτεινό σταυρό με την επιγραφή «εν τούτω νίκα». Τότε, η Ελένη πρέπει να έλαβε το χριστιανικό βάπτισμα, σε ηλικία 60 περίπου ετών, έπειτα από πολυετή κατήχηση, προετοιμασία και αφοσίωση στα διδάγματα του χριστιανισμού.

 Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όσο κι αν προστάτεψε το Χριστιανισμό και σταμάτησε τους διωγμούς, ασπάστηκε τη νέα θρησκεία πολύ αργότερα στη ζωή του και βαπτίστηκε χριστιανός λίγο πριν το θάνατό του.

Στην αυτοκρατορική αυλή, η Ελένη πρέπει να κατείχε εξέχουσα θέση. Ήδη πριν το 324, ο Mέγας Κωνσταντίνος της είχε απονείμει τον τίτλο της Nobilissma Femina και έκοψε νομίσματα με τη μορφή της.
Μετά το 324 κι αφού νίκησε τον αντίπαλό του Λικίνιο, την ονόμασε Αυγούστα. Ακόμη, στο Φόρο της Κωνσταντινούπολης, ύψωσε τις στήλες «Κωνσταντίνου και Ελένης».
 Της παραχώρησε το ανάκτορο στο Σεσσόριο του Λατερανού, όπου της έκτισε κι έναν ωραίο ναό. Εκεί η Ελένη ζούσε μια διακριτική ζωή, αφιερωμένη σε φιλανθρωπικά έργα και στη διάδοση της χριστιανικής διδασκαλίας.
Υπέδειξε μάλιστα στο γιο της να ιδρύσει δημόσια πτωχοκομεία, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία (κατά παραχώρηση, θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε το σύγχρονο όρο «κρατική πρόνοια», του οποίου σκαπανέας φαίνεται ότι υπήρξε η Ελένη).

Το ταξίδι στην Παλαιστίνη

Τη θέση της όμως στην Ιστορία, η Ελένη την οφείλει στο ταξίδι της στην Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.
 Κατά τη διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325 μ.Χ.) πληροφορήθηκε για την κατάσταση που επικρατούσε στους Αγίους Τόπους και προς το τέλος του 326 μ.Χ. αναχώρησε για την Ιερουσαλήμ, με σκοπό να φέρει στο φως τα διάφορα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Χριστός.

Στο διάστημα αυτό (δηλαδή από την Α΄Οικουμενική Σύνοδο μέχρι και την αναχώρησή της), έζησε τα γεγονότα του θανάτου του εγγονού της καίσαρα Κρίσπου, μεγαλύτερου γιου του Μ. Κωνσταντίνου, καθώς και της συζύγου του Φαύστας, μητριάς του Κρίσπου, που έπεσαν θύματα δολοφονίας για λόγους που παραμένουν σκοτεινοί. Μολονότι δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο, η εκτέλεση του Κρίσπου, έγινε κατά διαταγή του πατέρα του, Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Καθώς η Ελένη επέκρινε αυστηρότατα το γιο της για τη σκληρή πράξη του και τον ώθησε να ερευνήσει περαιτέρω τις κατηγορίες που ειπώθηκαν εις βάρος του Κρίσπου, ο Κωνσταντίνος, διέταξε την εκτέλεση και της γυναίκας του Φαύστας.
 Δεν είναι απολύτως βέβαιο αν η Ελένη ήταν στη Ρώμη, όταν εκτελέστηκε η Φαύστα ή είχε ήδη αναχωρήσει για τους Αγίους Τόπους.
Πάντως, ένα κίνητρο ακόμη που της αποδίδεται για τη δύσκολη αυτή περιοδεία, είναι η συγχώρεση που ζητούσε από το Θεό για τις πράξεις του γιου της (πρέπει να είναι η μοναδική περίοδος που οι σχέσεις του Κωνσταντίνου και της μητέρας του διήλθαν κρίση, χωρίς όμως να άρει και την εύνοιά του από το πρόσωπό της).

Το ταξίδι της παρουσιάζεται ως ένα ευλαβέστατο προσκύνημα στους Αγίους Τόπους, κατά το οποίο η Ελένη επιδιδόταν σε πράξεις φιλανθρωπίας συντηρώντας ολόκληρες κοινότητες, ανεγείροντας ιδρύματα κοινής ωφελείας με αυτοκρατορικές επιχορηγήσεις και ιδρύοντας μονές.

Κάποιοι σύγχρονοι ιστορικοί όμως εκφράζουν ορισμένες επιφυλάξεις για το κατά πόσο τα κίνητρα της Ελένης πήγαζαν αποκλειστικά από τη θερμή χριστιανική της πίστη.
 Είναι πιθανόν, το κύρος του μεγάλου Κωνσταντίνου να είχε κλονιστεί μετά από την υιοκτονία και συζυγοκτονία που είχε διαπράξει.
Έτσι, σκοπός της Ελένης ίσως ήταν να κατευνάσει τη δυσαρέσκεια των κατοίκων στις ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Μπορεί η απόφαση της Ελένης να οφείλεται σε όλους τους προαναφερθέντες λόγους.
Το γεγονός όμως ότι σε τόσο μεγάλη ηλικία (πρέπει να ήταν περίπου 78 χρονών, όταν ξεκίνησε την περιοδεία της) ανέλαβε μία τόσο κοπιαστική αποστολή, καταδεικνύει μία γυναίκα με εξαιρετική δύναμη χαρακτήρα και ισχυρή θέληση.

Στη Βηθλεέμ και το Γολγοθά διεξήγαγε μεγάλες ανασκαφές, κατά τις οποίες βρέθηκαν οι τόποι της Γέννησης, της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού. Εκεί, αφού έδωσε εντολή να κατεδαφιστεί ο ναός της Αφροδίτης από το Γολγοθά, η Ελένη ανέγειρε με αυτοκρατορικές χορηγίες τους μεγαλοπρεπείς ναούς της Γέννησης (στη Βηθλεέμ) και της Ανάστασης (στο λόφο του Γολγοθά), που μέχρι σήμερα αποτελούν τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού.

Αφού ολοκλήρωσε το ταξίδι της στην Ανατολή, η Ελένη εγκαταστάθηκε στη Νικομήδεια.
Εκεί απεβίωσε σε ηλικία 80 ετών έχοντας στο πλευρό της το γιο της Κωνσταντίνο






Δεν υπάρχουν σχόλια: